- ιππόβοτος
- ἱππόβοτος, -ον (Α)1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτοςιστορικός τής φιλοσοφίας τής αρχαιότητας κατά την εποχή τού Αυγούστου ή τού Τιβερίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, μηλό-βοτος].
Dictionary of Greek. 2013.