ιππόβοτος

ιππόβοτος
ἱππόβοτος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος
ιστορικός τής φιλοσοφίας τής αρχαιότητας κατά την εποχή τού Αυγούστου ή τού Τιβερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, μηλό-βοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἱππόβοτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόβοτος — grazed by horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόβοτον — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem acc sg ἱππόβοτος grazed by horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποβότοιο — Ἱππόβοτος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβότοιο — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποβότου — Ἱππόβοτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβότου — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut gen sg ἱπποβότης feeder of horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποβότους — Ἱππόβοτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβότους — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποβότων — Ἱππόβοτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”